διέστειλα

διέστειλα
διαστέλλω
put asunder
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαστέλλω — διαστέλλω, διέστειλα βλ. πίν. 85 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαστέλλω — διάστειλα και διέστειλα, διαστάλθηκα, διασταλμένος. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω κάτι: Είναι εύκολο να διαστείλεις τις έννοιες της αγάπης και του μίσους. 2. διανοίγω, αυξάνω τις διαστάσεις: Έχουν διασταλεί οι μυς του από την πολλή γυμναστική. 3. (φυσ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”